- ἐντυπωδῶς
- ἐντῠπ-ωδῶς,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εντυπωδώς — ἐντυπωδῶς (AM) επίρρ. γλώσσ. τού ἐντυπάς* (Ευστ.) δυνατά, σφιχτά … Dictionary of Greek
εντυπάς — ἐντυπάς (Α) επίρρ. δυνατά, σφιχτά, εντυπωδώς* (Ευστ.) («ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος» έχοντας καλύψει το σώμα του σφιχτά μέσα στη χλαίνη [ώστε να φαίνονται αποτυπωμένα σ αυτήν τα μέλη του], Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek