ἐντυπωδῶς

ἐντυπωδῶς
ἐντῠπ-ωδῶς,
A gloss on ἐντυπάς, Eust.1343.56.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εντυπωδώς — ἐντυπωδῶς (AM) επίρρ. γλώσσ. τού ἐντυπάς* (Ευστ.) δυνατά, σφιχτά …   Dictionary of Greek

  • εντυπάς — ἐντυπάς (Α) επίρρ. δυνατά, σφιχτά, εντυπωδώς* (Ευστ.) («ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος» έχοντας καλύψει το σώμα του σφιχτά μέσα στη χλαίνη [ώστε να φαίνονται αποτυπωμένα σ αυτήν τα μέλη του], Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”